παρατροπώ

παρατροπώ
-έω, Α [παράτροπος]
1. εκτρέπω από το ορθό, απατώ, πλανώ, παραπλανώ («τί με ταῡτα παρατροπέων ἀγορεύεις;», Ομ. Οδ.)
2. παραπείθω («λίσσεό μιν πυκινοῑς παρατροπέων ἐπέεσσι», Απολλ. Ρόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”